Ένα φθινοπωρινό πρωινό λίγο μετά την αυγή, δυο μαύρα
σύννεφα φάνηκαν πάνω από το δάσος. Μεγάλα όσο δυο πόλεις αγκαλιά, με σχήμα
ακανόνιστο. Τα βάραινε βλέπετε όλη αυτή η βροχή που είχαν μαζέψει από το μεγάλο
τους ταξίδι πάνω από τη θάλασσα. Μια φουσκώναν από δω , μια φουσκώναν από κει ,
άλλαζε τη μορφή τους ο αγέρας.
Άρχισε να βρέχει πολύ...ξεδίψασαν τα δέντρα, τα
λουλούδια και το χώμα σκόρπισε αυτή τη γλυκιά βρόχινη μυρωδιά του φθινοπώρου.
Αφού τα σύννεφα άδειασαν όλο αυτό το πολύτιμο φορτίο
τους, έφυγαν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους πάνω από τη θάλασσα.
Όλος ο τόπος μετά από τη βροχή γέμισε μικρά
σαλιγκάρια. Πράσινα , γκρι, καφετιά ...με ρίγες , με βούλες....κρυμμένα πίσω απ'
τα φύλλα, αραχτά πάνω στις Πέτρες. Ακόμη και μέσα στις κουφάλες των δέντρων
έβρισκες μερικά από αυτά!
Ένα μικρο σαλιγκάρι πάνω στο βράχο είχε κρύψει το
κεφάλι του μες στο σπιτάκι του και δεν έλεγε να ξεκουνήσει. Αυτό το σαλιγκάρι
δεν έμοιαζε με κανένα άλλο! Δεν είχε ούτε γκρι , ούτε καφέ , ούτε πράσινο
σπίτι. Το σπίτι του ήταν γαλάζιο! Ντρεπόταν πολύ για το καταγάλανο σπίτι
του....ντρεπόταν γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να μπορεί να κρύβεται όταν δεν
ήθελε παρέα. Την αγαπούσε την μοναξιά του , την είχε ανάγκη. Μα όσο κουβαλούσε
αυτό το γαλάζιο σπίτι στην πλάτη του , δεν μπορούσε να κρυφτεί από κανέναν.